Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΠΕΤΑΛΟ ΚΑΡΦΩΜΕΝΟ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

 Α’ (Ιχνογράφημα)

Με πράσινο σάλι ριγμένο στους ώμους

είναι όμορφη η πολιτεία μας

σαν το άγουρο στήθος της κοπέλας μου.

 

Λούζεται στη θάλασσα και το αίμα της σπαράζει.

Ένα χέρι βουλιάζει στον πυρετό. 

 

Β΄(ακραίες συνοικίες)

Τα σύννεφα χαμηλώνουν

του τρόμου συγκεντρώνουν το σπέρμα

κλείνουν οι πόρτες του ορίζοντα

οι πηγές σβήνουν του φωτός.

 

Ένας άνεμος σαρώνει τους δρόμους

τις πόρτες χτυπάει τα παράθυρα   διαστέλλει τα μάτια.

 

Στις ακραίες συνοικίες 

οι ειδήσεις έρχονται    κύματα της θάλασσας.

 

Στις πόρτες    στις γωνίες των σπιτιών

πρόσωπα με πελώριες ραγισματιές  ξέχασαν την ελπίδα.

 [εισαγωγική ενότητα από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016 – ακολουθούν κι άλλες επιλογές από την ίδια συλλογή]

 

 


Γ’  (ώρες π.μ. και μ.μ.)   (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965)

Στις μεγάλες πόρτες    οι άνθρωποι

μ’ ανταλλάγματα

τα τελευταία ρινίσματα    παγιδεύουν της ελπίδας.

 

Μέσα στον καταρράχτη του ήλιου

στο δίχτυ της βροχής

σε ώρες π.μ. και μ.μ. ατελείωτες

η ικεσία των ανθρώπων    ανεβαίνει

θερμοδείκτης σ’ αναπότρεπτο θάνατο.

 

Μια θέση στα καπνομάγαζα

δυο βήματα είναι αναστολής

από ένα τέλος που κατεβαίνει.

 

Εσείς με τα κλειδιά στο χέρι

που σφραγίζετε τα πρόσωπα της απελπισίας

ΠΡΟΣΕΛΗΦΘΗ ή ΑΠΕΛΥΘΗ

που κλείνετε μία-μία τις πόρτες

 

πότε  θα πάρουν οι άνθρωποι τη θέση τους;

 

Δ’ (η ομιλία των γυναικών)

Για πενήντα ημερομίσθια το χρόνο

προσφέρουμε

το τελευταίο μόριο της σάρκας μας

 

ενώ οι μηχανές πληθαίνουν

ενώ τα κέρδη σωρεύονται

κι η ανεργία σπάζει τα θεμέλια των σπιτιών

τα χέρια των ανδρών στα καφενεία.

 

Κάθε χρόνο λιγοστεύουν τα μεροκάματα

και να κρατάς την οικογένεια με τις πιστώσεις

να υπάρχουν εκβιαστές   να ζητάνε ανταλλάγματα

τα παιδιά ν’ αδυνατίζουν   ν’ αρρωσταίνουν

η ψυχή σου να φουσκώνει ασβέστης

από τη θλίψη   την αγανάκτηση.

 

Πώς να κρατήσουμε την οικογένεια

η πείνα

ο εξευτελισμός σαρώνει κάθε καλή διάθεση

μας έχουν διαβρώσει τα πρόσωπα

δε γνωρίζουμε τη ψυχή μας.

[από τη συλλογή ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

Ε΄  [επεισόδιο, α’] (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965)

Η απελπισία

κάθε μέρα νέες κραυγές δημιουργεί.

Τα γεγονότα  δικαιολογούν την καταστροφή.

Έλεγε:

«Δεν φοβήθηκα ποτέ μέχρι σήμερα    πιστέψτε

όσο αυτές τις ατέλειωτες μέρες     τρέμω»

Ζητούσε πρόσληψη.

Παρακαλούσε κι ήταν ανένδοτοι.

 

Τότε αναστήλωσε τον εαυτό του

ήξερε

η καταστροφή παρασέρνει τα πάντα.

Τρόμαξαν

κανείς δεν ξέρει πού οδηγεί η απελπισία.

Θέλησαν να υποσχεθούν

δίνοντας   μια νέα προθεσμία στις απογοητεύσεις.

 

Αυτοί που σωρεύουν τα κέρδη

ξεχνάνε τις ανθρώπινες ανάγκες.

Αγαπάνε το είδωλο στο βάθος του καθρέφτη.

Σε κάθε μετακίνηση τρομάζουν.

Σε κάθε χαμόγελο υποψιάζονται.

Σε κάθε υπερήφανο μέτωπο τον έσχατο κίνδυνο αντιμετωπίζουν.

 

Θέλησαν να υποσχεθούν.

Οι ανέντιμες λέξεις δεν κοστίζουν τίποτε.

Εκείνος γέλασε,

γυάλισε το δόντι  κίτρινο,

βλέποντας πώς λειτουργούν

με απάτη κι έγκλημα.

 

ΣΤ’ (η ομιλία των ανδρών)

Έχουμε εκποιήσει τα πάντα.

Οι καιροί δύσκολοι

κι οι ανάγκες κολλάνε σα βεντούζες.

Όμως δε φτάνει

αφού ζούμε πρέπει

το ενοίκιο να καταβάλλουμε

τα κοινόχρηστα κι άλλα λύτρα.

Σ’ εποχή αμφισβήτησης

δεν έχει κανείς ούτε τον άρτο τον επιούσιο

κι οι φωνές εξαγοράζονται

ή πέφτουν σα σκοτωμένα πουλιά στον αγέρα.

 

Κι όμως

απαιτούν επίμονα

την τελευταία ρανίδα

πέρα από τη σιωπή

προτείνουν από παντού το συμβόλαιο.

[από τη συλλογή ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

Ζ΄ [επεισόδιο, β’] (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965)

Κράτησε στην πίεση καιρό    σα μύθος κάστρου

Στην οικογένεια ούτε ένας να δουλεύει

τον τελευταίο χειμώνα λύγισε.

 

Σε χέρια αρπαχτικά προσφορές  αναγκαστικής εκποίησης

παρέδωσε για λίγη υποστήριξη.

 

Ακόμη στο μήκος της αρτηρίας εκείνος ο γυμνοσάλιαγκας σέρνεται.

Με ιδρώτα και αίμα σε απύθμενη υδρορροή

κατρακυλά κι ο θάνατος αργεί.

 

Τραγούδι της παιδικής ηλικίας από αγιόκλημα και γαλάζιες μυοσωτίδες,

Πράσινος χρόνος των χρόνων της αυγής.

Όνειρο στο αίμα. Χιόνι στο αίμα.

 

Ο χειμώνας ήταν σίγουρος για την οικογένεια.

Το καλοκαίρι εξασφαλισμένα τα μεροκάματα στο καπνομάγαζο.

 

Ένα απερίγραπτο τρυπάνι στο σώμα βιδώνει την αιχμηρή κορυφή

όπου να ’ναι η καρδιά της θα διαλυθεί.

 

Πάντα η οικογένεια χρειαζόταν ένα στήριγμα.

Πάντα στην πόρτα η απόλυση ένα δίκοπο μαχαίρι.

 

Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού

ανέβηκε, κατέβηκε τις σκάλες.

 

Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού.

 

Ο επόμενος χειμώνας τη βρήκε σε οίκο ανοχής.

η εργασία εδώ τουλάχιστον ήτανε συνεχής.

 

Η΄ [μια ημέρα της Ελένης]

Δούλευε στην καινούργια Εγνατία οδό.

Απλώνει χαλίκι,

κάτω από τον ήλιο ακολουθεί τον οδοστρωτήρα.

Μάτια χάνονται στις γούβες του κρανίου

χέρια σκληρά διαβρωμένα

σώμα λιγνό φαγωμένο από σκληρές συνθήκες

τη φώναζαν Ελένη.

 

Άλλες γυναίκες από τα πεζοδρόμια

αποστρέφουν το βλέμμα

μεταξωτά αρωματισμένα μαντίλια

για τη σκόνη και τη βαριά οσμή της πίσσας.

Εύκολο περισσότερο να ξαπλώνεις το σώμα

βορά στους πεινασμένους

απ’ αυτή την ατέλειωτη μέρα στην κόλαση

με ήλιο πίσσα και σκόνη

σκύβοντας με το φτυάρι στο χέρι

στην καινούργια Εγνατία οδό.

 

Η Ελένη δουλεύει στις επιστρώσεις.

Τις νύχτες στη συνοικιακή παράγκα

γεμίζει ελπίδες τα μάτια των παιδιών

καθώς ο πόνος την παίρνει

ετοιμάζει τ’ όνειρο της άλλης μέρας.

 [από τη συλλογή ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

Θ΄ [πρόσφυγες] (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965)

Φτάσαμε σ’ αυτή την ακτή

κολυμπώντας ακρωτηριασμένοι στα πλοία που φεύγανε

ναυάγια και ξύλα.

 

Γαντζωθήκαμε στα βράχια σαν τις πεταλίδες

τα παιδιά μας μεγάλωσαν κοιτώντας τ’ άδικο

να μοιράσουν πάσχισαν δίκαια τα βράχια

τους σκότωσαν.

 

Τώρα συνεχίζουμε το ρίζωμα σαν τον κοχλία

με σαράντα πυρετό ξενοπλένουμε

στ’ αλίπαστα στοιβάζουμε το σάπιο αίμα

στα καπνομάγαζα.

 

Έτσι προσπαθούμε να περισώσουμε τους δικούς μας

κι ό,τι άλλο μας έχει απομείνει.

 

Ι΄ [με τα  δόντια]

Μέσα σε κοχλάζουσες αίθουσες

με τη βαριά ανάσα του καπνού.

 

Η Μαρία λιγοθύμησε στις σκάλες

δεν πρόλαβε την έξοδο

για λίγο αγέρα

κατρακύλησε

σ’ ένα ποτάμι ιδρώτα και σκόνη,

 

Δουλεύει σφίγγει τα δόντια

πώς ν’ αντιμετωπίσει την απόλυση.

 

Έξω απ’ τα σφιχτά παράθυρα

κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του επιστάτη

αναλογίζεται

την άνοιξη που παραδίνεται στο καλοκαίρι

τις κίτρινες πλαγιές του Παντελεήμονα

τη θάλασσα με τις ήσυχες συνειδήσεις

και τρέχει ο ιδρώτας, στάζει κόμπους στα καπνόφυλλα

ενώ η οικογένεια περιμένει το ημερομίσθιο

ενώ οι σάρκες της κάθε μέρα φυραίνουν.

 

Η ευτυχία είναι λίγα μεροκάματα

σχεδόν ό,τι χρειάζεται να μην πεθάνεις.

 [από τη συλλογή ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

ΙΑ΄ [διαλείμματα] (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965)

Στα διαλείμματα θηλάζει το παιδί.

 

Δέκα λεπτά στο πεζοδρόμιο

με τα χέρια γεμάτα πικρή σκόνη

στις ρώγες, στο βυζί ιδρώτας και νικοτίνη

το βρέφος ν’ απορεί:

Πικρή η ρώγα της μάνας.

 

Δέκα λεπτά στο πεζοδρόμιο

το κουδούνι να χτυπά

το παιδί να μη χορταίνει.

 

Κανείς να μη χορταίνει

 

ΙΒ΄ [επεισόδιο γ’]

Πέρασε τους τελευταίος μήνες γυρίζοντας στους δρόμους σωρεύοντας τις ανάγκες.

 

Και τώρα του ζητάνε δουλεύοντας στα καπνομάγαζα να συλλέγει πληροφορίες,

δουλεύοντας ένα μεροκάματο που του ανήκει να ξεπουλάει το τελευταίο κομμάτι της καρδιάς του.

Αλλά πώς να πουλήσει τους φίλους του

πώς να τους δει σαν δείγμα άνευ αξίας τη στιγμή που μαζί χάσανε τις ελπίδες,

σαν τα μικρά παιδιά στους δρόμους,

όλες εκτός από μια μονάκριβη που τη φυλάγανε σαν πυροτέχνημα βαθιά στο στήθος,

σαν ένα μαϊτάπι της άνοιξης.

 

Και γύριζε από πόρτα σε πόρτα   από σκάλα σε σκάλα.

 

Δεν έβρισκε δουλειά

ενώ τα συστήματα των ανατελλόντων ήλιων τον βασάνιζαν κάθε βράδυ μέχρι την τελευταία ημέρα της διαρροής των ειδήσεων

τάχα πως είναι οραματιστής κακών συμφορών

καθώς ζητούσε να ξεδιαλύνει εκείνα που σώρευαν οι νύχτες των άνεργων ημερών.

Του ζήτησαν εξηγήσεις κι εκείνος

δεν είχε παρά λίγους σπόρους από ηλιοτρόπια στην τσέπη του.

 

Τον συνέλαβαν αφού τα ηλιοτρόπια αισιοδοξούν

μέχρι κι ο Βικέντιος τα ζωγράφισε με χρώμα λαμπρό.

 

Τον συνέλαβαν σπορέα κι αναρχικό χωρίς εργασία.

[από τη συλλογή ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

ΙΓ΄ [αστική συγκοινωνία] (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965)

Κανείς δεν ξέρει πόσο αντέχει

τ’ αστικά λεωφορεία ακολουθούν το δρόμο τους,

μεταχειρίζεσαι ταριχευμένα λόγια

σπάζεις τα γεγονότα και φαίνεται γυαλιστερός ο καρπός

ενώ τα μάτια σου είναι τρυφερά γαλάζια

καθρέφτες από αγάπη και βροχή.

 

Αύριο έχει κανείς την ευκαιρία να πεθάνει

μέσα στ’ αστικά λεωφορεία ο εισπράκτορας

θα ζητήσει εισιτήριο,

όμως η οδός της ωραίας Ελένης

είναι σήμερα χείμαρρος,

λευκές ανθισμένες ακακίες πλησίον του πορνείου.

 

Τα εργοστάσια σφυρίζουν

οι καπνεργάτες ξεχύνονται στους δρόμους

μεσημέρι και μια φέτα ψωμί

στους δημόσιους κήπους μπουκώνει την απελπισία.

Ναι, το αιδοίο μας δεν είναι από πέτρα

χρειάζεται περιποίηση,

αφού τα ημερομίσθια τριάντα το χρόνο,

μας ωθούν στην εκποίησή του.

 

Καθημερινά σκάβουν τους δρόμους

κι εσύ ξαπλώνεις στα σκοτεινά,

γίνεσαι πλοίο,

ταξιδεύεις από χέρι σε χέρι

καρτέλα διαρκείας σε αστική συγκοινωνία

τριμμένη, τσαλαπατημένη, προδομένη

και πάντα με το φόβο της αποκάλυψης.

 

Σε ποια στάση τέλος πάντων

αλλάζουμε συγκοινωνία.

 

ΙΔ΄ [μεταγραφή]

Αυτό το χέρι που κάποτε ήτανε φτερό

και σε πήρε μαζί του

κάτω από τον ήλιο,

αυτό το χέρι που κράτησε την πένα

και σου ’γραψε καλλιγραφήματα θαλασσινά

σαν την ξανθή σου πλεξίδα,

 

σήμερα ξενυχτάει στις αγορές

κόκαλα και νεύρα τραβηγμένα,

και αγωνίζεται

μ’ ένα μαχαίρι να ξεπουλήσει

το σάπιο.

[από τη συλλογή ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

 ΙΕ΄ [σαν το σκυλί] (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965)

Ξέρω

τώρα ψάχνεις να με βρεις στα δελτία των αγνοουμένων,

στους απολογισμούς των απεργιών,

το πρωί γυρίζοντας στους δρόμους

τις τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις κηδειών

κοιτάς με μάτια εξορυγμένα.

 

Δεν μπορείς να με γνωρίσεις

έτσι που ’χω γίνει σαν τομάρι

χωρίς στέγη και κατάλυμα

φορώντας εφημερίδες κατάσαρκα

ένα δύο ημερομίσθια τη βδομάδα

στην παραλία να ξεφορτώνω κάσες

στους δημόσιους δρόμους να σπάω χαλίκι

να εκλιπαρώ μια θέση στα καπνομάγαζα

στην ουρά να περιμένω μέρες

για μια ελπίδα επιδόματος.

 

Ούτε να φύγω πια μπορώ.

 

Σχεδόν δεν έμεινε χώρος για την ύπαρξή μας,

μόλις μπορούμε να σταθούμε όρθιοι,

πώς να με γνώρισες

καθώς γυρνώ σαν το σκυλί στους δρόμους.

 

ΙΣΤ΄ [αυτός ο τόπος]

Αυτόν τον τόπο τον αγαπάμε

σαν τη μήτρα της μάνας μας.

 

Στους στενούς δρόμους

με τις τετράγωνες πέτρες

έχουμε σπείρει τον εαυτό μας

χωρίς να φυτρώσει κανένα όνειρο.

 

Όλη μέρα στα γραφεία ανεργίας.

Δεν έμεινε ένα κομμάτι ψωμί

να συντηρήσει λίγη ελπίδα,

να επιζήσεις.

 

Η πείνα καλπάζει,

μπαίνει στα σπίτια ανεμοστρόβιλος. Τ’ αφανίζει.

Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παιδιών,

των παιδιών

που η αρρώστια κι η στέρηση

στα πελώρια μάτια τους

συμπυκνώνουν το σπέρμα της αγανάκτησης.

του μίσους.

 

Έτσι ρυθμίζονται οι αποφάσεις που θα ’ρθουν.

 [από τη συλλογή ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

 

ΙΖ΄ [νύχτες] (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965)

Οι άνεργες μέρες μεγαλώνουν το χάσμα,

αυτό που σιωπηλά μετατρέπει τη στοργή

σε χειρονομία σκοτωμένη,

αυξάνει την ενοχή του άνδρα

τους αναστεναγμούς της γυναίκας.

Πώς να χαρείς αυτό το σώμα

έχει ρέψει στις ξένες δουλειές,

πώς να ζητήσεις συμπαράσταση κι αγάπη,

να διεκδικήσεις το βαρύ ύπνο της.

Τις νύχτες

δίπλα στο αγαπημένο σώμα της αγαπημένης,

το καθημαγμένο,

συγκρατεί τις πληγές που πληθαίνουν,

αποθησαυρίζει, πλαταίνοντας τα πνευμόνια,

τους στεναγμούς.

 

Κάθε πρωί το πρόσωπό του,

φαγωμένο απ’ τις μεγάλες νύχτες,

ανατέλλει όλο και πιο άγριο.



ΙΗ΄ [οι δρόμοι]

Οι δρόμοι

κάθε μέρα ξεπουλάνε τους ανθρώπους,

στα φαρμακεία διαφημίζουν δυνατότητες,

πίσω από τα εμπορικά καταστήματα,

τα Δημόσια κτίρια,

σειρά τα πορνεία συντηρούν τα όνειρα των αστών

αυτά που υφαίνονται διαφανή κι αναίσχυντα

φθείρονται από την ανταλλαγή

καθώς τα χέρια στην απόγνωση κάτι ζητάνε να κρατήσουν

κι όλα ρέουν

ενώ οι εγκέφαλοι υπνωτίζονται

η δράση περνάει στη λευκή οθόνη

το σπαθί του πατέρα κάτω από την πέτρα

σκουριάζει

το μαχαίρι κάτω απ’ το κλαδί της ελιάς

φθίνει την απόφαση

κι ο κύκλος κάθε μέρα συντελείται

κι η ρόδα γυρίζει.

[από τη συλλογή ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

 

ΙΘ΄ [τοπίο] (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965)

Μουχλιασμένοι δρόμοι

παράθυρα εξορυγμένα απ’ το σανίδι

λάμπες των εικοσιπέντε γλύφουν

νυχτωμένα πρόσωπα, δωμάτια

που μυρίζουν σιωπή και παραίτηση.

Οι άνθρωποι

με τα χέρια στην απόγνωση

κι ο χρόνος σωριάζει ανελέητα τις ανάγκες,

μικραίνουν, οι νύχτες τους δολοφονούν,

στις γωνίες η αγωνία η πίκρα

γεμίζουν οι καπνοδόχοι μαύρη αιθάλη,

τα μάτια θολώνουν κι η ψυχή τήκεται.

 

Οι άνθρωποι ωριμάζουν με σιωπή και στέρηση.

 

Κ’ [η πόλη] «Και υψώνεται λαμπρόν το μέτωπό σας υπέρ την νύχτα» (Α. ΚΑΛΒΟΣ)

Κάθε βράδυ η πολιτεία νεκρούς γεμίζει και τραυματίες,   πεδίο μάχης.    Πρόσωπα με διαμπερή τραύματα   αλαλάζουν και πεθαίνουν στ’ όνειρο.    Οι εναπομείναντες   τη νύχτα δένουν τις πληγές,   θάβουν τους νεκρούς, πρόσωπα αγαπημένα,   μοιράζουν πολεμοφόδια   φυλάγουν την τελευταία σφαίρα   μαζεύουν τις δυνάμεις για την άλλη μέρα,   για την άλλη νύχτα.    Ο καθένας είναι κι ένα οδόφραγμα.   Που πέφτει και στήνεται μέχρι το θάνατο έως την ελπίδα.    Ένα οδόφραγμα που ο ήλιος το βρίσκει πάντα να μάχεται. [από τη συλλογή ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ 1965 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

Παρασκευή, 15 Ιανουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ